αναφρόδιτος

αναφρόδιτος
-η, -ο (Α ἀναφρόδιτος, -ον) [Αφροδίτη]
εκείνος που πάσχει από αναφροδισία
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει έλθει σε σαρκική επιμιξία
αρχ.
1. άτυχος στον έρωτα
2. άγαρμπος, άχαρος, χωρίς θέλγητρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀναφρόδιτος — ἀναφρόδῑτος , ἀναφρόδιτος without masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφρόδιτον — ἀναφρόδῑτον , ἀναφρόδιτος without masc/fem acc sg ἀναφρόδῑτον , ἀναφρόδιτος without neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • anafrodita — (Del gr. anaphroditos < an, privativo + Aphrodite, Afrodita, divinidad griega.) ► adjetivo/ sustantivo masculino femenino Que se abstiene del placer sexual. * * * anafrodita (del gr. «anaphróditos») adj. y n. Se aplica al que carece de apetito …   Enciclopedia Universal

  • ακύθηρος — ἀκύθηρος, ον (Α) ο αναφρόδιτος, αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + Κυθήρη, άλλη ονομασία τής Αφροδίτης] …   Dictionary of Greek

  • αναφροδισία — η (Α ἀναφροδισία) [αναφρόδιτος] έλλειψη γενετήσιας ορμής, η ψυχρότητα στη σεξουαλική πράξη …   Dictionary of Greek

  • ανεπαφρόδιτος — ἀνεπαφρόδιτος, ον (Α) [επαφρόδιτος] ο αναφρόδιτος* …   Dictionary of Greek

  • ἀναφροδίτου — ἀναφροδί̱του , ἀναφρόδιτος without masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφροδίτους — ἀναφροδί̱τους , ἀναφρόδιτος without masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφρόδιτοι — ἀναφρόδῑτοι , ἀναφρόδιτος without masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • anafrodita — (Del gr. ἀναφρόδιτος). adj. p. us. Dicho de una persona: Que carece de apetito sexual. U. t. c. s.) …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”